πληροφόρηση

πληροφόρηση
η / πληροφόρησις, -ήσεως, ΝΑ [πληροφορώ]
1. νεοελλ. παροχή πληροφοριών, ενημέρωση
2. φρ. «επιστήμη πληροφόρησης»
μαθημ. η πληροφορική
αρχ.
ωριμότητα («τῶν σπερμάτων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς πληροφορήσεις», Πτολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληροφορήσῃ — πληροφορήσηι , πληροφόρησις maturity fem dat sg (epic) πληροφορέω bring full measure aor subj mid 2nd sg πληροφορέω bring full measure aor subj act 3rd sg πληροφορέω bring full measure fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληροφορήσηι — πληροφόρησις maturity fem dat sg (epic) πληροφορήσῃ , πληροφορέω bring full measure aor subj mid 2nd sg πληροφορήσῃ , πληροφορέω bring full measure aor subj act 3rd sg πληροφορήσῃ , πληροφορέω bring full measure fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριακός — ή, ό, Ν [πληροφορία] αυτός που αναφέρεται στην πληροφορία, αυτός που γίνεται για πληροφόρηση. επίρρ... πληροφοριακά Ν 1. για απλή πληροφόρηση ή ενημέρωση 2. από απλή περιέργεια …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …   Dictionary of Greek

  • βιονική — Η επιστήμη που συνδέει τη βιολογία και την τεχνολογία, με σκοπό να δώσει στους τεχνολόγους πρότυπα, που η αξία τους έγκειται στο ότι έχουν δοκιμαστεί, στηριζόμενα στις λύσεις που προσφέρει η φύση στα προβλήματα των ζωντανών υπάρξεων. Ο άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”